Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Με την αριστερά των γραμμάτων και των τεχνών.


 Τεύχος της θρυλικής περιοδικής έκδοσης για τον πολιτισμό ¨Επιθεώρηση Τέχνης¨, με συντελεστές πνευματικούς ανθρώπους και δημοσιογράφους της Αριστεράς, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του '50 -'60.



 Ας μιλήσουμε λίγο για κουλτούρα. Για τα καθ'ημάς καλύτερα.Συντρόφισσες/οι μία από τις αξίες της αριστεράς, σ' όλες τις αποχρώσεις και τις αυτοαναφορές της, όπως μαθαίναμε μπαίνοντας στα φοιτητικά αμφιθέατρα, έχοντας ωραίες αναφορές από κάποιον κομμουνιστή καθηγητή μας ή συγγενή, με προοδευτική σκέψη, επαναστατική αντίληψη και με ανοικτούς ορίζοντες, αλλά και από τον οικογενειακό περίγυρο, ήταν η σύνδεσή της με την τέχνη, την κουλτούρα και τα γράμματα. Κυρίως μ' αυτήν που λέει για τον άνθρωπο και δείχνει την πίστη της στον ίδιο και τις απελευθερωτικές δυνατότητες που έχει πάνω του. Όμως, μπορεί κάποιοι να το διαβάζεται και να λέτε από μέσα ή απ' έξω σας, τώρα τι λέει αυτός. Για να εξηγηθώ ότι το υπάρχον σχήμα "της αριστεράς των γραμμάτων και των τεχνών" αποδεικνύεται αυταπόδεικτα ότι είναι ένας μύθος και μια παραφιλολογία, τις περισσότερες φορές. 

 Όμως, για να μην ισοπεδώνω τα πάντα και να αποδομήσω "άνευ λόγου και αιτίας" τις δυνατότητες που υπάρχουν και θα βρίσκονται πάντοτε στον αέρα της κοινωνικής χειραφέτησης, το ζητούμενο είναι πως τις εκλαμβάνουμε, τι δουλειά κάνουμε και με τι εργαλεία πολιτικοποιούμε συνειδήσεις και άτομα, ότι η τέχνη έβρισκε στήριγμα εντός και εκτός χώρας πάνω στην δυναμική της ταξικής πάλης ή σε μια ριζοσπαστική αντίληψη και οπτική του εκάστοτε καλλιτέχνη για τον κόσμο, την ζωή και τους ανθρώπους, που μπορεί να μην έχει σύνδεση καμία με το επαναστατικό κίνημα, όπως π.χ. ο Κουροσάβα με τις ταινίες του και το ο Οζού με το tokyo story, κατά την μεγάλη διάρκεια του 20ου αιώνα. Όμως, άπαξ και σημαίνει ότι είσαι μεγάλος καλλιτέχνης δεν είσαι, αυταπόδεικτα και αριστερός ή επαναστάτης, γιατί έχει ακουστεί και αυτή η άποψη, π.χ., πάλι από τον χώρο του σινεμά, ο Μπέργκμαν δεν ήταν αριστερός έκανε, όμως, την "Περσόνα", για να την κάνει πάντως βασίστηκε πάνω στις ριζοσπαστικές και σύγχρονες θεωρήσεις για την ψυχανάλυση. Για την τελευταία ο φίλος ο Π. μου την κηρύττει ως Λακανικιά. 
 Αλλά, ας πάμε στο σήμερα, και ας δούμε γιατί η αριστερά  χωλαίνει να ψηλαφίσει, με την κρίση που περνάνε σήμερα όλα της τα ιδεολογικά ρεύματα, και να παράξει ένα σύγχρονο εναλλακτικό πολιτισμικά πρόταγμα και σχέδιο ή αλλιώς αντιπρόταγμα, που να ανταποκρίνεται πάνω στις συλλογικές ανάγκες και επιθυμίες, αλλά, και σ' αυτές του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Ερώτημα καίριο και καθοριστικό που ανάγεται μαζί και στο ότι η ίδια φοβάται, με επαναστατικές ρήξεις και με συμβολικά, πολιτικής ουσίας, γεγονότα, να θέσει όρους, να ανασυγκροτήσει το εργατικό κίνημα και να διαμορφώσει τον επαναστατικό φορέα πολιτικής που θα οξύνουν τον ταξικό ανταγωνισμό πάνω στους δύο διακριτούς πόλους που είναι πλασμένη η αστική κοινωνία αλλά, κυριότερα, να φέρει εις πέρας τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αυτό είναι κρίσιμο αιτούμενο για τα αντικαπιταλιστικά κομμάτια της αριστεράς. Αλλά και να προσπαθήσει μέσω και της τέχνης, της πολιτισμική κουλτούρας και των προϊόντων της να δημιουργήσει τον νέο ριζοσπάστη/στρια άνθρωπο.

 Πρέπει πρώτα απ' όλα να έρθει η αριστερά σε επαφή, σε σύνδεση και αλληλοδιαπλοκή με τα σύγχρονα ρεύματα πνευματικής δημιουργία, με τις διαδραστικές και αμφίδρομες μορφές αναπαραστατικής τέχνης, με τα ερευνητικά και επιστημονικά πεδία της και με τους αντιθεσμούς καλλιτεχνικής δημιουργίας, σύλληψης και παραγωγής πολιτισμικών αγαθών. Γιατί έχει χάσει το ζωτικό πεδίο να έρθει σε επαφή με σύγχρονους δημιουργούς, ταλαντούχους και επιστημονικά καταρτισμένους, με ταλέντο και με σημαντική δουλειά, που, γενικά, τους προβάλουν κυρίαρχοι δημόσιοι και ιδιωτικοί μεγάλοι θεσμοί και ιδρύματα (όπως η στέγη γραμμάτων και τεχνών). Πρέπει να αναβαθμίσει τα κοινά χαρακτηριστικά θετικής πολιτιστικής κουλτούρας, όπως την αυθεντικότητα του παραδοσιακού, λαικού-ρεμπέτικου τραγουδιού του τόπου και την μορφή του λαικού γλεντιού, την θεατρική τέχνη της commedia del arte, του Μπρεχτ και του Μπέκετ, το πολιτικό τραγούδι, τις μπουάτ, τα φεστιβάλ αριστερών δυνάμεων με επαφή με την μαζική συμμετοχή του κόσμου της εργασίας, την μελοποιημένη ποίηση του καλού καιρού του έντεχνου, αλλά και το έργο του τιτανομέγιστου Θανάση Παπακωνσταντίνου, τις κλασικές μορφές τέχνης (κλασική μουσική, όπερα κ.άλλα), τις πολλές, όχι, όμως, οι περισσότερες, αισθητικά και πολιτικά, τέλειες αφίσες, την κλασική λογοτεχνία και την αρχαία τραγωδία, τις γενιές αριστερών σινεφίλ ανθρώπων και εγχώριων κινηματογραφιστών, την ριζοσπαστική τέχνη του δρόμου (λαϊκό τραγούδι), μουσικά και αισθητικά, την γλυπτική και χαρακτική μεγάλων λαϊκών δημιουργών και με τα περιοδικά έντυπα μάχιμης παρέμβασης απέναντι στο υπάρχον κοινωνικό τοπίο. Όλα αυτά σε στοίχιση και διαλεκτική διασύνδεση σαν μορφή ταινίας των δύο πρώτων περιόδων, αλλά και στο υπόλοιπο έργο του, του Γκοντάρ, με την αφαιρετικότητα και τον μοντερνισμό, που, όμως, όσο και αν αποκρύπτεται, βασίζονται αυτά τα δυο στοιχεία σε σοβαρό οργανοσχέδιο στις δημιουργίες του.  
 Είναι ανάγκη να χάσει από πάνω της τα αρνητικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αριστερά της χασαποταβέρνας, του έντεχνο-ροκ αλλά και αυτής που σιχαίνεται ο,τι ανάγεται στο έντεχνο, των νέων αριστερών που αγαπούν την κουλτούρα του δρόμου και υποβαθμίζουν ως αστικοποιημένες τις κλασικές τέχνες και τα δημιουργήματα μεγάλης αισθητικής και υψηλής  αξίας -όπως κάποια έτσι χαρακτηρίζονται από μια μικροαστική αντίληψη-, της ρεμπετικομανίας, της ξύλινης γλώσσας, του στείρου και άνευρου, υποτυπωδώς, σοσιαλιστικού ρεαλισμού, των τετριμμένων προβολών, παρουσιάσεων και συζητήσεων, με έλλειψη φαντασίας, νεύρου, τεχνογνωσίας και καινοτομίας πάνω σε μη ριζοσπαστική οπτική, τις γνωστές και παρωχημένες μορφές αριστερής καλλιτεχνικής παρέμβασης χωρίς να δίνουν κάποιο στίγμα και ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Ακόμη, είναι δυνατό να ξεκόψει με αντιλήψεις μιας αριστερά του ¨Κολωνακίου¨, των μικροαστικών στρωμάτων της που ανάγουν μόνο ως τέχνη τις παραστάσεις και τα δρώμενα του φεστιβάλ Αθηνών και τους φαίνονται αποκρουστικά τα στοιχεία λαικού πολιτισμού, της αριστεράς που δεν έρχεται σε επαφή μ' άλλα ρεύματα ριζοσπαστικής δημιουργίας γιατί είναι μεταμοντέρνα ή αδιανόητα να τα συλλάβει η εργατική τάξη, της αριστεράς που πιστεύει, γενικά και αόριστα, στην παιδεία, στην μόρφωση, στην γνώση, στην επιστήμη και στα καλά επιστημονικά και μορφωτικά εφόδια, μη παραβλέποντας ότι δεν είναι ουδέτερα πεδία σύλληψης και αντίληψης και ότι εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και επιδιώξεις δημιουργίας πειθήνιων, ευέλικτων και εξατομικευμένων νέων επιστημόνων για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αλλά και να ξεφύγει από κατεστημένες αντιλήψεις στο σώμα της και στον πυρήνα της "του άντε να ακούσουμε και κάνα σκυλάδικο στο πάρτι του σχήματος", να ανάγει ολόκληρα είδη ευτελή και ύποπτα, με άδικη γνώμη, ως προς τους σκοπούς τους και να μην επιδιώκει να δει σε ευτελή, ή τάχα ευτελή, είδη έργα που αξίζουν και διέπονται από ταλέντο, αυθεντικότητα και καθαρή καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και της αντίληψης που λέει ¨ότι ο Χατζιδάκις ή ο Τσαρούχης ήταν μεγάλοι καλλιτέχνες αλλά δεν πρέπει να τους εκτιμάς επειδή ήταν δεξιοί και μικροαστοί πολιτικά (που δεν ήταν κιόλας)".

 Αν δεν απομακρυνθεί ο κόσμος της, που ανήκει σ' αυτήν, από τις παθογένειες στην σκέψη και στην δράση πάνω στον πολιτισμό και στην κουλτούρα, όπως και στην πολιτική αντίληψη αλλά και στην τακτική-στρατηγική της, τότε θα ενισχύονται, όπως σήμερα αλλά και πάντοτε, τα εκφυλιστικά μικροαστικά φαινόμενα σεξισμού, ομοφοβίας, μικροπολιτικής και γραφειοκρατίας. Αυτά σύντροφοι δεν θα πρέπει να χρεώνονται μόνο στην αποδυναμωμένη ταξική πάλη και στο αμήχανο εργατικό κίνημα, στην κυριαρχία του σύγχρονου καπιταλισμού με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς και πάνω στην διαμόρφωση του τρόπου σκέψης του σύγχρονου υποκειμένου, αλλά και στην μη σωστή και αποδυναμωμένη χρησιμοποίηση των παραδοσιακών εργαλείων στρατηγικής, την μη αναβάθμισή τους με νέες μορφές πολιτικής αντίληψης,την αναπροσαρμογή αυτών που σήμερα δεν χρειάζονται, διότι έχουν δοκιμαστεί στο τώρα χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και την δημιουργία νέων εργαλείων και μορφών πάλης, γιατί δεν μας φτάνουν μόνο τα παλιά. Αλλά και να σταματήσει την στερέωση σε δυναμικό της μιας ελιτίστικης σκέψης και δράσης, ένα θεωρητικά επεξεργασμένο δυναμικό που ακουμπάει, με ανοιχτόμυαλο πρόσημο, διάφορες σύγχρονες επαναστατικές αντιλήψεις, με χωρίς, όμως, σαφή πολιτικό στίγμα και στόχο. Η ανάγκη της αναβάθμιση πολιτιστικής δημιουργίας έρχεται σ'επαφή και κολλάει με την αναβάθμιση της πολιτικής παρέμβασης, δράσης, των θεωρητικών επεξεργασιών και την δυνατότητα σύλληψης νέων. Και, ταυτόχρονα, με το να γίνονται βήματα μπρος τα εμπρός με τον ειδικό ρόλο που θα πρέπει να παίζει η πρωτοπορία, με σκοπό στην είσοδο στην σοσιαλιστική κοινωνία, που με επαναστατικές ρήξεις θα πάμε προς αυτήν και απομακρυσμένοι από σχέδια αριστερού κυβερνητισμού και αναιμικών "κοινοβουλευτικών περιπάτων".


 Υ/Σ: 1.Η όποια κριτική στο υπάρχον κείμενο, σύντροφοι και μη, που να βασίζεται πάνω σε συντροφική διάθεση και όχι σε κριτική με φαινόμενα κανιβαλισμού, δικών προθέσεων και ανθρωποφαγίας. Θέλω να μου πείτε ότι "Χρήστο (ή σύντροφε) είσαι άδικος", για να γίνομαι καλύτερος στην κριτική μου πάνω στην ανάγκη της διαλεκτικότητας και του πλουραλισμού. 
 2.Ας δούμε δύο όψεις διαφορετικού νομίσματος, μία από το παρόν και η άλλη από το παρελθόν. Η άσχημη όψη αφορά το τραγούδι του Μπαλάφα το ¨άσε να σταθώ στα πόδια μου¨, που σ΄αυτό το τραγούδι συνοψίζονται στοιχεία κυρίαρχης ανδρικής αρρενωπότητας, κακού σε μορφή στίχου και μη πολιτικού νοήματος και αναπαραγωγής άσχημων στοιχείων της κουλτούρας της φοιτητικής αριστεράς. Και από την άλλη το όμορφο παράδειγμα και υπόδειγμα μαθημάτων αυτοδιαχείρισης των εξόριστων της Μακρονήσου, που ο μορφωμένος αγωνιστής μάθαινε στους αγράμματους συντρόφους φυσική, θέατρο κ.άλλες επιστήμες αλλά και άλλες τέχνες. Ταυτόχρονα, οι αγράμματοι τεχνίτες αγωνιστές μάθαιναν στους μορφωμένους την τεχνική της πέτρας, του ξύλου ή/και άλλων εργαλείων χρήσης. Γι' αυτό οι άνθρωποι, που έφευγαν από τις εξορίες και πήγαιναν στο κοινωνικό τους χώρο, είχαν την εκτίμηση των συνανθρώπων τους, διότι έβγαζαν μια σοφία και μια γνώση που είχαν αποκομίσει με προσπάθεια και κόπο.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

 Διαμορφώνεται η ανάθεση από τα comics της Marvel και της DC;



 Πρώτα απ' όλα να ξεκαθαρίσω το εξής: για την ιστορία των comics μέσα στις δεκαετίες, ήδη από την χάρτινη αποτύπωση τους την δεκαετία του 40 με 50 μέχρι και σήμερα που εμφανίζονται με τον πιο αριστοτεχνικό και καλοστημένο τρόπο, από τα μεγάλα στούντιο του hollywood στην μεγάλη οθόνη, δεν ξέρω και πολλά. Είναι λιγάκι ριψοκίνδυνο για μένα αυτό που τώρα θα επιδιώξω να κάνω. Θέλω λίγο την επιείκεια σας, μην με στήσετε στον τοίχο και μου ρίχνεται τίποτα βελάκια. 
 Η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο γίνεται ενός ερεθίσματος, που είναι η ημέρα πρεμιέρας στις ελληνικές αίθουσες, σήμερα, της ταινίας Ant man. Για μια ακόμη φορά συμβαίνει να εμφανίζεται στην μεγάλη οθόνη η ιστορία ή κομμάτι της ενός πιο άγνωστου και μη τόσο δημοφιλή ήρωα της Marvel, όμως ευφυέστατης σύλληψης ήδη από τους αρχικούς του δημιουργούς στο χαρτί ή στο σήμερα με την εμφάνιση του στο σινεμά.
 Ας κάνω μια παύση στον ειρμό του άρθρου, για να δείξω τις καλές μου προθέσεις, ότι δεν είμαι κανένας που θα δείξει γνώστης και θα αποκρύψει την ασχετοσύνη του για κάτι που ξέρει, ό,τι ξέρει, πάνω στον αφρό των εξελίξεων αυτού του πεδίου. Βάζω μια άνω τελεία σ' αυτό και συνεχίζω. Την τελευταία πενταετία έχει εμφανιστεί μια τάση στον χώρο του κινηματογράφου και του είδους των ταινιών της διασκέδασης, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του. Γενικάαναδεικνύεται η κινηματογραφική μεταφορά των "χάρτινων" ηρώων της Marvel και της DCτων δύο μεγαθήριων εταιρειών έκδοσης comics και με δραστηριότητες στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά και σε άλλα ψηφιακά και οπτιακουστικά μέσα, για διαφημιστικούς και εμπορικούς σκοπούς. Ταυτόχρονα, λόγω αυτής της εξελισσόμενης τάσης, που δεν είμαστε στο τέλος αυτής της διαδρομής αλλά ακόμη στην αρχή της, όσον και αν οι πρώτες προσπάθειες της κινηματογραφικής ανάδειξης των πιο άγνωστων, ίσως, ηρώων αυτών έγιναν προ πενταετίας, από την αρχή της κρίσης ή τα πρώτα μουδιάσματα και αμήχανα σοκ του κόσμου της εργασίας από τις απανωτές πολιτικές λιτότητας σε παγκόσμια κλίμακα, είδαμε να υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία και επιστημονική και ερευνητική μελέτη με πλούσια θεματολογία. Τίθενται στο σήμερα σημαντικές ερωτήσεις και απαντήσεις, με επιχειρηματολογία και θέση, για το φαινόμενο αυτό και τις συνισταμένες που το προκάλεσαν, όπου διεξάγεται η συζήτηση αυτή με ευρύ θεματική που βαίνει από την σύγχρονη δυσχερής αντικειμενική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Μελέτες έχουν διεξαχθεί από ερευνητές του κινηματογράφου, ειδικούς της λαϊκής κουλτούρας των κόμικς, κοινωνικούς ερευνητές και από άλλους επιστημονικούς παρατηρητές της μαζικής κουλτούρας. Οι ιστορίες αυτές δεν αποτελούνται από "ξύλινους" χαρακτήρες χωρίς βάθος και διείσδυση, όπου, ακόμη, μέσα σ' αυτές διαρθρώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις που αρμόζουν ή έρχονται σε αντίθεση με την κάθε εποχή και οικονομικό-πολιτική κατάσταση. Ταυτόχρονα, όλες οι κινηματογραφικές αναφορές όσο επιτυχημένες είναι ή όχι, το κύριο σκηνικό τους έχει έρθει στο σήμερα και είναι άξιας μελέτης και κριτικής επεξεργασίας να φανεί με πια ματιά βλέπουν την οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει, αν κάνουν έμμεσες, άμεσες ή καθόλου αναφορές σ' αυτήν και αναμασούν υπεραπλουστευμένα επιχειρήματα για το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ ή αποδομούν τις κυρίαρχες αφηγήσεις του σήμερα.
 Σημαντικό ερώτημα που έχει προκαλέσει δριμεία διαφωνία είναι το εξής: σχετικά με το εάν, τελικά, η ανάδειξη των super-heroes στον κινηματογράφο γίνεται με σκοπό να δημιουργηθούν στο συλλογικό φαντασιακό του μεγάλου πλήθους θαυμαστών των ταινιών υπέρ-ηρώων φαινόμενα και πολιτικές ανάθεσης των προβλημάτων σε κάποιον άλλον, δηλαδή σ' ένα πρόσωπο με αφηγήσεις σωτήρα ή μεσσία, πάνω στο βάρος των δυσκολιών της καθημερινής ζωής τους. Όμως, μια τέτοια αντίληψη μπορεί πολλές φορές να μην μεταφέρεται αυτούσια ως έτσι αλλά με μερικά ψήγματα της. Αυτό το ερώτημα έχει δημιουργήσει αντιπαραθέσεις. Αν, τελικά, οι υπέρ-ήρωες είναι βιογραφίες ατόμων που ζουν στο μίνι κόσμο τους πέρα των κοινών θνητών, ως προστάτες της πόλης τους κυνηγούν τους αδίστακτους εγκληματίες και τα υπερφυσικά τέρατα και διέπονται από ελιτισμό και ατομισμό όσο και αν υπάρχουν αρκετά αληθή ψήγματα εκτίμησης της θέσης αυτής, όμως παραμένει όποιος την υπερασπίζεται, οικειοθελώς ή/και δόλια, στην επιφάνεια του νερού και δεν μπαίνει βαθιά στην θάλασσα να κολυμπήσει, δεν διεισδύει και πρέπει μ' ένα θετικό πρόσημο να καταρριφθεί η πρώτη εκτίμηση του. Διότι οι περισσότεροι ήρωες της Marvel και της DC δεν προέρχονται από αστικά στρώματα στην σύνθεσης μια μικρό-κοινωνίας, προσαρμοσμένης για τις ανάγκες του έργου, που από θέση ισχύς κατάφεραν και έγιναν, ως μόνιμοι επαγγελματίες- υπερασπιστές των συμφερόντων και των κερδών τους- ή έχοντας παράλληλο βίο με την ρουτινιασμένη και κενή ζωή τους, με τις υπερφυσικές δυνάμεις του υπερασπιστές του δίκιου και της αλήθειας. Υπάρχουν ήρωες από πιο εργατικά και πληβειακά στρώματα, που όσο και αν δίνουν το στίγμα τους στην κάθε υπόθεση που καταπιάνονται, ακόμη και αυτοί που "κινούνται στην σκιά τους" και αυτοί που από κάποια στιγμή γίνονται αναγνωρίσιμοι, αυτά πάνε και για περιπτώσεις ηρώων που προέρχονται από πιο αστικά στρώματα (αυτό δεν πάει για τον αλαζόνα Iron-man), δεν σκοπεύουν την αναγνώρισή τους, όπως π.χ. η περίπτωση του deardevil. Αλλά, ας αναρωτηθούμε και πόσοι υπέρ-ήρωες προέρχονται από την μισθωτή διανόηση και είναι νέοι αναδυόμενοι στον κλάδο τους επιστήμονες (όπως π.χ. ο γιατρός Hulk). 
 Δεύτερον, οι υπέρ-ήρωες, τις περισσότερες φορές, το κύριο περιεχόμενο των ιστοριών τους, δεν γίνονται για να δείξουν την υπεράσπιση των ιερών και των όσιων της "μαμάς-πατρίδας" Αμερικής, του αμερικάνικου ονείρου και τα στερεότυπα που το συνοδεύουν, της Αμερικής που κάνει πολέμους σε άλλες χώρες, δήθεν, με "ειρηνικές προθέσεις" αλλά πέραν από το αφήγημα αυτό κρύβονται ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις (AVENGERS). Αυτές οι ιστορίες των ηρώων μέσα στην πάροδο του χρόνου δεν εμπεριέχουν και όλα αυτά τα αφηγήματα. Οι ιστορίες και οι αφηγήσεις αυτές κατασκευάζονται πάνω στην υπάρχουσα πραγματικότητα της κάθε εποχής και δεκαετίας με τις κυρίαρχες αφηγήσεις και με τα αναδυόμενα ρεύματα πολιτικής σκέψης, που είναι, πολλές φορές, ανατρεπτικά για την εποχή τους. θα παραθέσω τα εξής δύο παραδείγματα: από την μία, έχουμε τις περιπτώσεις των κλασσικών σούπερ-ηρώων (Superman, Wonder-woman και Captain American), που δημιουργήθηκαν στην εποχή είτε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ή την εποχή μετά τους τέλους του μεγάλου πολέμου και στην πρώιμη φάση του ψυχρού πολέμου, όπου οι ήρωες αυτοί υπερασπίζονται τα αμερικανικά συμφέροντα στρατηγικού βάθους και σχεδίου, ενώ από την άλλη μεριά έχουμε τους ήρωες της δεκαετίας του '60, όπου οι δημιουργοί του επηρεάζονται από το πνεύμα της εποχής. Αυτοί οι ήρωες έρχονται σε ρήξη με τις κατεστημένες λογικές της αμερικάνικης κοινωνίας και είναι τέκνο των νέων ριζοσπαστικών και φιλελεύθερων πολιτικών θέσεων της περιόδου (Arrow και x-Men). Η ιστορία των τελευταίων είναι σημαντική, κυρίως, την επόμενη δεκαετία, που εκείνη χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αδιέξοδα και φόβο, και αντιμάχονται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και την επιχείρηση και σχέδιο "του κράτους έκτακτης ανάγκης". Ακόμη, ιστορίες ηρώων, κάποιες φορές, ανακατασκευάστηκαν σε αντιδραστική κατεύθυνση, όπως έγινε -ακούγεται- με τους x-Men. Αυτή η τομή στην ιστορία τους συντελέστηκε στην περίοδο μετά την 11/9 μαζί με την τρομουστερία που ακολούθησε και με τον πόλεμο στο Ιράκ και Αφγανιστάν. Όμως, ιστορίες που ξεκίνησαν με ριζοσπαστική ορμή στην εποχή τους, ποτέ τους αυτές "δεν συνεμορφώθην ως προς τα υποδείξεις". Συμπερασματικά, οι υπέρ-ήρωες είναι αποκυήματα της εποχής τους και, κάποιες φορές, φορείς απελευθερωτικής τακτικής και σκέψης.
 Τρίτον, οι κλασσικοί ήρωες της Marvel και της DC, της πρώιμης εποχής της δημιουργίας τους, και οι, μετέπειτα, διαμορφούμενοι έχουν ψεγάδια αδυναμίας και άσχημα χρόνια. Ως υπέρ-ήρωες ένα "σαράκι" τους τρώει σ' όλη τους την ζωή. Άσχημες εμπειρίες και δυσχερείς καταστάσεις του παρελθόντος τους βοηθά να δυναμώσουν ,πολλές φορές, να ανταπεξέλθουν και να εκπληρώσουν το ηθικό τους χρέος (Arrow). Δεν είναι ένας εξωγενής παράγοντας που τους κάνει υπέρ-ήρωες, συνεχώς, αλλά και, πολλές φορές, το ζήτημα να ζήσουν σ ‘ένα σκληρό κόσμο. Το ελάττωμα τους τελικά το κάνουν αξίωμα και προχώρημα της ζωής τους.
 Προς το τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψει από την διαφορετική αυτή αφήγηση τα κλισέ των comics, όπως π.χ. η υπεράσπιση ενός αόριστου δικαίου είτε προσωπικού είτε πάνω στις αρχές του αμερικάνικου δικαίου, οι ατάκες δυναμικής υπεροχής απέναντι στον εχθρό και η νίκη και ο θρίαμβος, παρ' ότι τις δυσκολίες που πέρασε ο ήρωας στην εξέλιξη της ιστορίας, στο τέλος. Ακόμη, ότι ο ήρωας θα πρέπει να έχει υπερφυσικό χάρισμα, που έρχεται σε ρήξη με τους κανόνες της φυσικής, και ένα είδος φετίχ-αντικείμενο. Χωρίς αυτά είναι σαν να λέμε "comics σούπερ-ηρώων χωρίς κλισέ, ήρωες χωρίς ουσία". Γι' αυτό έγιναν αγαπητά αυτά τα comics και η μεταφορά τους στον κινηματογράφο. Οι ταινίες κινούνται πάνω στην κεντρική θεματική του comic και του ήρωά του, με αλλαγές και τροποποιήσεις, μαζί με τα κλισέ. Έχουν διαποτιστεί σ΄ αυτές η καλή ψηφιακή ανάλυση και τα εφέ, που βοηθούν την κατάλληλη αποτύπωση της ιστορίας, των μαχών και του περιβάλλοντος, πραγματικού και εξωπραγματικού, και η ιστορία και το νόημα από πίσω δεν χάνουν την ουσία τους. Ακόμη, οι σεναριογράφοι δίνουν την δυνατότητα να εξυφαίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων και η διείσδυση της συμπεριφοράς του ήρωα. 
 Τελειώνοντας, το άρθρο αυτό γίνεται με την δυνατότητα της ανασκευής ενός κεντρικού επιχειρήματος που χρησιμοποιείται ενάντια στα comics και στους υπέρ-ήρωες, πάνω στον ρόλο της ανάθεσης που υπάρχει από τις υπερφυσικές δυνάμεις τους. Όταν παίζονται πολλές τέτοιες ταινίες στο σήμερα είναι εύγλωττο να υπάρχει αυτή η σκέψη και σε σχέση με την ανασφάλεια που έχει υπάρξει από την δεινή οικονομική κατάσταση σήμερα. Όμως, η αποδόμηση ενός στερεότυπου τίθεται απέναντι στο χώρο της αριστεράς, και της επαναστατικής, να συζητά τέτοια ζητήματα με τον κομπλεξισμό του παρελθόντος, όσο και αν δεν μας δεσμεύει πια. Μέσα στα "ευτελή", ως παράδειγμα τα comics, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία της λαϊκής και μαζικής κουλτούρας του τότε και του σήμερα, που δημιουργήθηκαν από αληθινή δημιουργία, μεράκι και κόπο, ταυτόχρονα με έντονα ποιοτικά και αξιοσέβαστα στοιχεία, θα πρέπει να παρέμβει σ' αυτά και να θέσει πέρα από το όριο τους την συγκίνηση της μεγάλης εικόνας "της τέχνης που απελευθερώνει, διέπετε από επαναστατική στρατηγική και δίνει τροφή για σκέψη στο σήμερα", με ποιοτικά αντανακλαστικά, με τις δυνατότητες που υπάρχουν και με έμπνευση. Όσο και αν είναι δυσχερείς οι συνθήκες χάραξης "από τα κάτω" επαναστατικής πολιτικής στην χώρα που δημιούργησε τα comics.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

 Νέα γενιά Ελλήνων έντεχνων τραγουδοποιών και η περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου. 


Ο Φορτίνο Σαμάνο λίγο πριν την εκτέλεση του*.


 Πρώτα από όλα, ας ξεκαθαρίσουμε ότι η μουσική ως μορφή τέχνης, όπως και όλες οι υπόλοιπες, είναι μια μορφή απελευθέρωσης πνεύματος, σκέψης και δημιουργίας. Διότι, απελευθερωτική κατάσταση είτε το να γράφεις μουσική και να παίζεις ένα κομμάτι σ' ένα μουσικό όργανο, κιόλας και με την χρήση συγχορδιών για να σου βγαίνει πιο εύκολα, αν και άσχετος, ή το να παίζεις στο πιάνο ένα απαιτητικό, δύσκολο κομμάτι για ειδικούς μόνο ρέκτες, σύμφωνα με μια ελιτίστικη κυρίαρχη άποψη για την μουσική, μετά από πολλά χρόνια μαθημάτων και προσωπικής εξάσκησης, όπως π.χ. μια ημιτελής σονάτα του Σούμπερτ. Ακόμη, απελευθερωτικό είναι το να είσαι θεατής και να αντιλαμβάνεσαι υψηλές αξίες ή κάποια λίγα γνωρίσματα ενός έργου τέχνης και να το αποτυπώνεις σε κάποιον άλλον με τον δικό σου ιδιαίτερο τρόπο. Μπορεί να υπερβάλλω με το "απελευθερωτικό" που χρησιμοποιώ, συνεχώς, πιο πάνω αλλά ο καθένας αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει την έννοια που γουστάρει και ο ίδιος αν θέλει να σβήσει μονοκοντυλιά την παραπάνω. 
 Αυτό ισχύει για όλες τις μουσικές που έχουν υπάρξει μαζί με τα παρακλάδια και τα υποκλάδια τους, σε μια εποχή, κιόλας, που έντονο είναι το χωνευτήρι διαφορετικών μουσικών ρευμάτων και η σύγκλιση διαφορετικών μουσικών προσήμων/χαρακτηριστικών των διαφόρων ειδών μουσικής. Διότι οι νέες γενιές, κύριο/ες αναγνώστες, είναι πολυτασικές στην μουσική τους, χωρίς, όμως, πάντοτε να αποτελεί κανόνας.
 Όμως, εγχώρια, πολλές φορές, υπάρχουσες διαφορετικές φωνές ακροατών και μουσικόφιλων την "έμπαιναν" έντονα και άσχημα στην έντεχνη μουσική του καιρού τους, κυρίως, τις τελευταίες δεκαετίες, από το 90 και μετά, και όχι άδικα. Στην εποχή εκείνη όπου δισκογραφικά και σε επίπεδο πωλήσεων το έντεχνο ήταν στην καλύτερη φάση του. Σε εποχή που, από το τέλος ενός πιο πολιτικοποιημένου στίχου, όπου αυτή η κατάσταση ξεκινά από τις αρχές του '80 λόγω του έντονου μανιερισμού και της δημιουργικής κούρασης που έφθασαν οι μεταπολεμικοί θούριοι της εποχής, φτάσανε σ' ένα πιο προσωπικό στίχο και βίωμα οι καλλιτέχνες του. Αυτό που κούραζε από ένα τμήμα νεότερων γενιών ακροατών ήταν η τόσο έντονη ανάλυση και διείσδυση, σαν να κόβεις με χειρουργική ακρίβεια σ' όλες τις μεριές του ένα ψάρι, των συναισθημάτων ενός καλλιτέχνη, που δεν άφηνε κάποια πράγματα να εννοηθούν, μ΄ένα υποτυπώδες μελιστάλακτο (και στείρο) λυρισμό. Όμως, πάντοτε πρέπει να επισημαίνεται κοινότοπα, όπου είναι και σωστό, το εξής: ότι όλα τα είδη μουσικής αξίζουν να υπάρχουν και στην εποχή που μπορεί να τραβάνε ζόρια κάτι εντός τους ξεχωρίζει, όταν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν σταματάνε. 
 Από την δεκαετία του 90 μέσα στο έντεχνο ξεχωρίζουν μια γενιά νέων τραγουδοποιών που ξεκινάνε από ένα νέο πεδίο αφετηρίας και ήταν από τότε μια παρέα, που είναι μέχρι και σήμερα. Ήταν νέοι τραγουδοποιοί, σήμερα όλοι τους αναγνωρισμένοι, που δεν είχαν όμορφες και τέλειες φωνές, ήταν, όμως, ορθές και ιδιαίτερες για την δημιουργία τους. Είχαν ένα λυρισμό και ποιητικότητα, που συνδυαζόταν, σε επίπεδο στίχου, με μια αμεσότητα αλλά και, από την άλλη, με μια υπαινικτικότητα. Εκφραζόντουσαν σε πολλά επίπεδα και ολοκληρωμένα μ' ένα πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο, αλλά και με μια συνειρμική γραφή. Είναι στίχοι και τραγούδια παρμένα από οικείες αναφορές στην ζωή από την επαρχία και προλήψεις που γίνονται από καθημερινές ασχολίες αλλά και σε μύθους της παράδοσης. Τα φέρνουν στην σημερινή πραγματικότητα μιλώντας για διαχρονικές αξίες π.χ. για τον έρωτα και την φιλία.
 Είχε η γενιά αυτή έντονα τις ρίζες της, και αυτό φαινόταν έκδηλα, από το παρελθόν στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, όπως διαρθρώθηκε η πορεία τους μέσα στον χρόνο, και από τις πιο λυρικές στιγμές του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, που έβγαινε από το μεράκι διαφόρων μαστόρων του*. Ταυτόχρονα, η γενιά αυτή οφείλει πολλά μουσικά και στιχουργικά, σε επίπεδο μορφής και έμπνευσης, στην μακροχρόνια συνεργασία, που μεταπήδησε από τα μουσικά όρια της εποχής διότι ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό για τα δεδομένα του τότε, όχι όμως κάτι εξωφρενικά τρελό, μεταξύ Παπάζογλου, Ρασούλη και Ξυδάκη. Επίσης, ήταν επηρεασμένοι από το τραγουδοποιούς του 60 και της φολκ ροκ μουσικής του τότε, από το έθνικ και τους μουσικούς πολιτισμούς άλλων χωρών και ηπείρων, από την εξύφανση νέων μουσικών ειδών και, τέλος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από την jazz.
 Τέκνο της εποχής εκείνης, που πάνω στην τέχνη του ενέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία και, ταυτόχρονα, πάνω σ' αυτήν διεισδύουν και δικά της, θεωρείται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ένας καλλιτέχνης που κατάφερε να συνδέσει τον έντεχνο-λαϊκό ήχο και στίχο -την αμεσότητα του- με το παραδοσιακό τραγούδι, τον ηλεκτρικό ήχο, τα νέα μουσικά είδη και τις μουσικές αναζητήσεις νέων μουσικών και καλλιτεχνών. Επιτακτικά πρόβαλε μια νέα μορφή πολιτικοποιημένου τραγουδιού, με δόσεις αυτοκριτικής και κριτικής, που δεν προέταξε ως όχημα και παντιέρα του την ασύμμετρη φανφαρολογία και τα πομπώδη νοήματα, με μια πιο σοβαρή παρουσία και με αξιοπρεπή στάση μίλησε μέσω των τραγουδιών του με συμβολικό τόνο και ελευθεριακή υφή για κοινωνικοπολιτικά σύγχρονα ζητήματα φτάνοντας σε λιγοστά του τραγούδια να αναφέρει, κάποιες στιγμές, ιδιόμορφες φιγούρες του παγκόσμιου εργατικού και ριζοσπαστικού κινήματος. Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται μια εξέλιξη στην μουσική και στίχο (και στην αυτοαναφορικότητα του), που ο ίδιος άρχισε με μια αμιγή λαϊκή προσέγγιση, μέσα στην λογιότητα και στον λυρισμό του έντεχνου, καταλήγοντας σ' ένα πειραματισμό με μουσικά όργανα και είδη διαπλέκοντάς τα με την ποιητική φλέβα του ίδιου, που γινότανε πιο αφηρημένη και συνειρμική με την πάροδο του χρόνου αλλά και πιο συμβολική, ή με μελοποίηση αγαπημένων του ποιητών (Λόρκα και άραβες ποιητές). Η μελοποιημένη του ποίηση, που δεν δηλωνόταν έντονα ότι δεν είναι δικοί του στίχοι ή/και δεν φαινότανε ότι ήταν έξω από τον ελληνικό -όπως έχει ειπωθεί- ψυχισμό, απευθύνεται σ' αυτόν, είναι υψηλού νοήματος και ποιότητας. Πρέπει να ψάξεις βαθιά για το νόημα των στίχων, όπου η θεματολογία του δεν κάνει πολλές φορές ξεκάθαρη τον σκοπό της, που δεν μιλάει με ξάστερο τρόπο, π.χ. για τον έρωτα, την φιλία, τον αποχαιρετισμό κ.άλλα. Με στίχους και τραγούδια που έχουν λέξεις από την λόγια παράδοση και από μια καθαρευουσιάνικη γραφή που δεν γίνονται για λόγους εντυπωσιασμού αλλά, περιλαμβάνοντας την όλη μορφή του, από μια ποιητικότητα. Τέλος, ο αυτοσχεδιασμός είναι έντονος στο έργο του.
 Λόγω αυτής της εξέλιξης της μουσικής του, των λίγων πολιτικών του παρεμβάσεων και της επιλεγμένης δημόσιας παρουσίας του σε συναυλίες συμπαράστασης και σε κομματικά φεστιβάλ, ανεξαρτήτως αν οι επιλογές του κινούνται καλά, έχει υπάρξει δριμεία κριτική απέναντι του για αλλοπρόσαλλες κινήσεις και στάση. Εκφράζει μια διαφορετική αντίληψη κι κουλτούρα από την συνηθισμένη του λαοπρόβλητου και δημοφιλή έντεχνου τροβαδούρου (της καρδιάς μας). Δεν είναι ένα "εξωτικό φρούτο" και αυτό φαίνεται απ' ότι ο ίδιος έχει τα ίδια ερεθίσματα με την γενιά αυτήν των τραγουδοποιών, που έγινε αναφορά πιο πάνω, αλλά και τις ίδιες συνήθειες ως προς την επαφή και την κοινωνικοποίηση τους που κρατούν με το κοινό τους (π.χ. Σωκράτης Μάλαμας, Χαίνηδες). Η πηγαιότητα της μουσικής του, τα συναισθήματα που φθίνουν στα τραγούδια του, που δεν προσφέρονται, όμως, στο πιάτο, η αφοσίωση στην λαϊκή παράδοση, επαναφέροντας την μες τις νέες μουσικές εξελίξεις του καιρού του, και η αξιοπρεπής παρουσία του τον έχουν κάνει να έρθει σε επαφή μ' ένα κοινό ετερόκλητο, πέρα από <λεγόμενο> εναλλακτικό. Από την μια, ένα κοινό νέων ανθρώπων που εκφράζεται με το έντεχνο των τραγουδοποιών και με όλες τις μορφές που αυτό έχει πάρει τα τελευταία χρόνια και, από την άλλη, ένα κοινό, πιο δύσκολο, απαιτητικό και ολίγον -κομμάτι του- σνομπ, που δεν εκτιμούσε και ιδιαίτερα τον έντεχνο ήχο, διότι ισχυριζόταν ότι εγκλωβιζόταν άσχημα όταν άκουγε αυτήν την μουσική, αλλά αρέσκεται στο ότι ακούει Θανάση, όπως τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα.



1.*Οφείλουμε πολλά την γνωστοποίηση της ιστορίας του από τον Θ. Παπακωνσταντίνου με το ομώνυμο τραγούδι του. Με βάση αυτήν την φωτογραφία ο τραγουδιστής το εμπνεύστηκε. Η φωτογραφία βρίσκεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η Σκιά της Σκιάς» (εκδ. Άγρας, 1996) του Κουβανού συγγραφέα της νέας αστυνομικής λογοτεχνίας Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ.
 2.*Αυτών που προσπαθούσαν να κρατήσουν μέσω της προφορικότητάς του τραγουδιού τις μνήμες και τα βιώματα από το παρελθόν ξαναζεσταμένα στο σήμερα, κάνοντας μια φήμη, που δεν την εξαργύρωσαν γίνοντας φολκλόρ και γραφικοί στυλοβάτες μιας εποχής. Μέχρι τέλος αγέρωχοι και γνωστοί στην τοπική κοινωνία που ζούσαν έδιναν στίγμα το παραδοσιακό τραγούδι και τα μουσικά όργανα που παίζανε να βρουν εμπνευστές και συνεχιστές διάφορα νέα παιδιά.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Η πολιτική για τις βιβλιοθήκες: το νέο μοντέλο αφήγησης για την διαχείριση της γνώσης


 Πολλές συζητήσεις έχουν συντελεστεί και υπάρξει για την πολιτική του Ιδρύματος Νιάρχου για τις δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας. Το πρόγραμμα "future Library" αφορά όλες τις λαϊκές ή δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας, από τα μεγάλα αστικά κέντρα μέχρι και τα χωριά ή τα νησιά της άγονης γραμμής. Έχει ως σκοπό, σύμφωνα με τους υπερασπιστές του, στην βοήθεια της λειτουργίας των βιβλιοθηκών με διαδικτυακή και ηλεκτρονική υποστήριξη και καινοτομία, με σκοπό στην αποτελεσματική διάχυση της γνώσης και της πληροφορίας, την ανάπτυξη της κοινότητας που εξυπηρετεί, στην ισότητα και το άνοιγμα όλο και πιο ευρύτερων κομματιών του πληθυσμού στην βιβλιοθήκη (τα ζητήματα αναφέρθηκαν πάνω στις βασικές γραμμές του σκοπού του προγράμματος). Το κράτος έχει κάνει σύμπραξη με το Ίδρυμα Νιάρχου με τις δημόσιες βιβλιοθήκες, ενώ πάνω σ' αυτό το πρόγραμμα αλλάζει στέγη και πηγαίνει στο μέτωπο του φαληρικού δέλτα, σε δημόσια έκταση, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και οι υπηρεσίες της, όπως και η Εθνική Λυρική Σκηνή, που άνοιξε, πριν από λίγο καιρό, ο χώρος του εργοταξίου στο κοινό. 
 Το πρόβλημα με το πρόγραμμα του ιδρύματος δεν υπάρχει αν μια βιβλιοθήκη χρησιμοποιεί ¨λίγη ή πολλή¨ τεχνολογία και στο αν θα είναι "ανοικτή" η ίδια στο να κάνει και άλλες δραστηριότητες κάποιος από το να διαβάζει. Αλλά στον τρόπο με τον οποίο πάει να οικοδομήσει (ιδεολογικά), πάνω στα διδάγματα της κυρίαρχης αφήγησης, την βοήθεια του χρήστη στην απόκτηση για τον ίδιο της αναγκαίας και χρήσιμης γνώσης, την εξοικείωση του με τον χώρο της βιβλιοθήκης και στην χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών. Σε μια εποχή όπου οι βιβλιοθήκες λειτουργούν με τα ανταποδοτικά κριτήρια και τους στόχους, όπως θέτει μια επιχείρηση για τον εαυτό της, ο χρήστης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται μαζί και "πελάτης" και το βιβλίο και όποιο άλλο τεκμήριο της συλλογής της ως "εμπορικό προϊόν" έχει συντελεστεί και σ' αυτόν τον τομέα, εδώ και χρόνια, μια μεγάλη τομή. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα που να δηλώνει την τομή που συντελείται, σε μια αντιδραστική κατεύθυνση, η δήλωση, που συζητήθηκε έντονα, του διευθύνοντα συμβούλου του future library και πρώην διευθυντή της βιβλιοθήκης της Βέροιας Μ. Τροχόπουλου στο site popaganda.gr, "ότι είναι ασφυκτικά γεμάτες οι βιβλιοθήκες με τόνους βιβλία, που γεμίζουν σκόνη με την πάροδο του καιρού". 
 Σίγουρα, κανείς δεν παραγνωρίζει ότι οι βιβλιοθήκες είναι φορέας γνώσης και χώρος πολιτισμού, όμως, με άλλα μέσα έχει συντελεστεί, ήδη, η ανάγκη διαμόρφωσης ενός χώρου όπου η τεχνολογία θα κυριαρχεί, πρώτα από όλα, στην διαχείριση της γνώσης και, ταυτόχρονα, οι άλλες δραστηριότητες που θα φιλοξενούνται θα επισκιάζουν τον πιο ουσιαστικό ρόλο που παίζουν οι βιβλιοθήκες: το να πάει κάποιος να διαβάζει βιβλία. Αυτό φαίνεται από το σύνθημα-διαφημιστική πατέντα του ιδρύματος "Make, Learn, Play, Relax, Share", με το "διάβασε", από εδώ, να παραλείπεται. Αυτό δηλώνει, εκ πρώτης όψεως, ότι οι βιβλιοθήκες θα καταλήξουν σ' ένα θεματικό "πάρκο" όπου κάποιος θα δέχεται, απλουστευμένα, όγκο πληροφοριών μη φτάνοντας, κατασταλαγμένα, στο επίπεδο του να φιλτράρει την πληροφορία, που δέχεται, και να την καθιστά γνώση, όσο και αν παράξενο φαίνεται σ' ένα πρώτο επίπεδο. Μια αναλώσιμη μορφή δεδομένων θα τον επιδέχεται τον χρήστη, που θα τα έχει μάθει εύκολα και απλουστευμένα με προσωπικό και χρησιμοθηρικό όφελος. Όλες αυτές τις δραστηριότητες όπου δεν θα βασίζονται πάνω στο υπάρχον υλικό της βιβλιοθήκης. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία δεν θα λειτουργεί βοηθητικά στην λειτουργίες της βιβλιοθήκης και στις υπηρεσίες που προσφέρει στο κοινό αλλά κυριαρχικά με την χρήση ενός φτιαγμένου έτοιμου λογισμικού από εταιρία, πιο συγκεκριμένα της microsoft, και όχι την πλήρη ελευθερία της βιβλιοθήκης στην χρησιμοποίηση ενός ελεύθερου λογισμικού ή της δημιουργίας του από την ίδια, με την σύμπραξη της κοινότητας που εξυπηρετεί. Συμπερασματικά, προωθώντας τον κόσμο της τεχνολογίας στην βιβλιοθήκες, που είναι επωφελής στον ρόλο της βιβλιοθήκης, του βιβλιοθηκονόμου και του χρήστης της, βρήκαν ένα άλλο πεδίο οι εταιρίες για να βγάλουν κέρδος.
 Οι βιβλιοθήκες θα πρέπει να είναι ανοικτές στην κοινωνία, να φιλοξενούν και άλλες δραστηριότητες με πολιτιστικό περιεχόμενο, να λειτουργούν με συλλογικό τρόπο και σκέψη υπερασπίζοντας τα συμφέροντα της κοινωνίας προς την πρόοδο με τις διάφορες προεκτάσεις της και να είναι φιλόξενες στον χρήστη. Ήταν αιτήματα συναδέλφων-βιβλιοθηκονόμων που δεν ακούγονταν εδώ και πολύ καιρό και οι φωνές τους τους σταματούσε ένας τοίχος να πάνε μέχρι την άλλη πλευρά αυτού που ήταν η κρατική διοίκηση και η ελληνική πολιτεία. Η οποία, που, όπως υποβάθμιζε το όποιο δημόσιο αγαθό, έτσι έκανε και για το βιβλίο και τον χώρο της δημόσιας βιβλιοθήκης. Νέοι συνάδελφοι έβλεπαν, από τις γνώσεις που είχαν, τα όνειρα τους να εξανεμίζονται από την ολική αδιαφορία του ελληνικού δημοσίου και έτσι βρήκε πάτημα να υπερισχύει το ίδρυμα Νιάρχου. Υπάρχουν έντονα στην περίοδο αυτή, όπου ο "Νιάρχος" μπήκε για τα καλά στις δημόσιες βιβλιοθήκες, τα χαρακτηριστικά της Ιδρυματοποίησης του πολιτισμού, της επαναφοράς του έργου των μεγάλων ευεργετών στο συλλογικό φαντασιακό και της ολικής αποσάθρωσης του δημόσιου τομέα και των εργασιακών σχέσεων εντός του. Παίζουν σημαντικό ρόλο αυτά αλληλοδιαπλεκόμενα μεταξύ τους. Διότι, για το δημόσιο αναπαράγεται μια αντίληψη, και όχι άδικα, σήμερα του γραφειοκρατικού, του ανεπαρκούς και του διεφθαρμένου και ο λόγος θα πρέπει να εμπίπτει, υποστηρίζουν πολλοί κήνσορες, για όλα αυτά που προσφέρει το δημόσιο, στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όπου έχει τα μέσα και την ικανότητα να τα χειριστεί αποτελεσματικά. Τα δημόσια αγαθά, μας λένε ότι, θα πρέπει να δοθούν και να τα χειρίζεται ο ιδιώτης. Ένας ιδιώτης όπου για να κάνει επενδύσεις θέλοντας να έχει και άμεσο κέρδος από την εκμετάλλευση των δημοσιών πόρων θα πρέπει να έχει την βοήθεια όχι μόνο σε είδος του δημοσίου αλλά και μ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοδιαπλοκής, που τις περισσότερες φορές βγαίνει χαμένο το δημόσιο, με άμεσο αποτέλεσμα τα χρέη του ιδιώτη να τα αποκομίζει το ίδιο, να χάνει τον έλεγχο και την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών, όπου θα μπορούσε να έχει αποτελεσματική και αποκλειστική συμβολή με την αρωγή των υπαρχουσών παραγωγικών δυνατοτήτων και προσόντων που έχουν οι υπάλληλοι που εργάζονται στο τομέα της παιδείας και της πολιτισμικής κληρονομιάς και, τέλος, δίνοντας υπερβολικά προνόμια σε κάθε ιδιώτη. Το ίδρυμα θα έχει και το προνόμιο της, περαιτέρω, υποβάθμισης των εργασιακών σχέσεων των υπαλλήλων των τοπικών βιβλιοθηκών με την διαμόρφωση των media labs, όπου θεσμοθετείται στις κοινότητες αυτές η ανασφάλιστη εθελοντική εργασία για χιλιάδες νέους ανθρώπους. Και αυτό έρχεται μαζί μ' ένα δημόσιο τομέα όπου με τις μνημονιακές επιταγές έχει μειώσει μισθούς, έχει εμβαθύνει στις ολιγόμηνες συμβάσεις εργασιακής δουλείας, έχουν υπάρξει διαθεσιμότητες, λουκέτα σε υπηρεσίες του και με την επιδότηση, με την βοήθεια ΕΣΠΑ εντός του, της ανεργίας στις δομές και υπηρεσίες του.
 Γενικά, πάνω στις υπάρχουσες συζητήσεις, που έχουν συντελεστεί και θέλοντας να υπερασπιστώ το πλαίσιο και τον λόγο που θέτουν οι επικριτές του Ιδρύματος και του προγράμματος, πρέπει να εξαγάγετε, πρώτα, η συζήτηση αυτή πάνω σε μια ψύχραιμη παρατήρηση με τα δεδομένα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Είναι αναγκαίο να γίνεται μια τοποθέτηση μακριά από στείρες απόψεις υποβάθμισης του ρόλου που μπορεί να παίξει η τεχνολογία στην διάχυση της γνώσης. Το κυριότερο είναι να προταχθεί μια συνολική πρόταση και η διαμόρφωση ενός άλλου πλαισίου λειτουργίας των δημόσιων βιβλιοθηκών- ποιοτικών, ανοικτών και με το αποτύπωμα τους στην δημιουργικότητα και στην πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση της κοινωνίας. Μια πρόταση που θα βασίζεται στον ρόλο που θα πρέπει να παίζει ο εργατικός πολιτισμός, και σ' αυτό το σημαντικό πεδίο, και μια "δημιουργική" στράτευση στην υπηρεσία του ανθρώπου, με όπλο και σκοπό να αλλάξει τις παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας που ζει και να αναβαθμίσει συλλογικά το επίπεδο ζωής του. Έχουμε το παράδειγμα του Λένιν, όπου μετά την επανάσταση του 917, τα πρώτα δύσκολα χρόνια, όπου βασιζόμενος στον δημόσιο σύστημα βιβλιοθηκών της Αγγλίας δημιούργησε βιβλιοθήκες σ' όλη την ρωσική επικράτεια με σκοπό και όπλο να αντιμετωπίσει τον μεγάλο πρόβλημα αναλφαβητισμού που υπήρχε έντονο στον ρωσικό πληθυσμό της εποχής του.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Η τέχνη στον δημόσιο χώρο
Γιώργος Ζογγολόπουλος, Πεντάκυκλο, Ομόνοια 2001*
 Τέχνη στον δημόσιο χώρο: νοείται ένα έργο, μια περφόρμανς και μια εγκατάσταση που ξεφεύγει από τα στενά χωροταξικά όρια ενός μουσείου, μιας αίθουσας τέχνης και μιας ιδιωτικής συλλογής. Κανείς μπορεί να την χαρακτηρίσει και μπορεί να ειπωθεί γι' αυτήν ότι είναι πιο ελεύθερη, σπάει τις κυρίαρχες συμβάσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας, συμφιλιώνεται με το περιβάλλον και τον αστικό ιστό, είναι πιο διαδραστική με τον θεατή και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση με τα ερεθίσματα, την κίνηση και τις καταστάσεις, στιγμιαίες και μη, που συμβαίνουν στον χώρο όπου εκτυλίσσεται. Εδώ τίθεται ένα ερώτημα, για να μην πιαστεί κανείς στον ύπνο, αν αυτά ισχύουν ή είναι κομμάτι μιας κατάστασης;
  Το ζήτημα δεν είναι τόσο μονοσήμαντο: το μόνο σίγουρο ότι μια καλλιτεχνική δημιουργία και σε όποιο καλλιτεχνικό πεδίο αυτή βρίσκεται και εξυπηρετεί δεν σημαίνει ότι πάντοτε είναι αιρετική και προκλητική, κάνει ένα τυχαίο περίοικο-θεατή, αν υπάρχει στον δημόσιο χώρο, συνειδητοποιήσιμο δέκτη των πολλαπλών μηνυμάτων και αμφισβητεί τις κυρίαρχες συμβάσεις, τις θεσμικές μορφές και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις, που ισχύουν ανά πάσα εποχή, καλλιτεχνικής δημιουργίας και έμπνευσης. Μπορεί να λειτουργεί, πολλές φορές, κατ' επίφαση ανυπότακτα. Ταυτόχρονα, μπορεί να προκαλεί αποδεσμευμένη, όμως, πέρα από κάθε πολιτική αντίληψη ή αναπαράγοντας μια κυρίαρχη πολιτική άποψη, με σκοπό, κυρίως, να "διασκεδάσει" ή/και να προβληματίσει, με συνθήκη συναίνεσης, το κοινό. Πρέπει όταν γίνεται αναφορά στην τέχνη στον δημόσιο χώρο να παρατηρείται, γενικά, τι συμβαίνει στον χώρο της τέχνης, με σκοπό να διαφανεί αυτή η καλλιτεχνική στάση ως αυτόνομο πεδίο αλλά και ως κατάσταση που επηρεάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται σε σχέση με τις υπόλοιπες καλλιτεχνικές εξελίξεις σε επίπεδο ρεύματος ιδεών, μορφής και έκφρασης. 
   Ίσως, πολλές φορές, δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία σ' ένα έργο τέχνης, σε μια εικαστική παρέμβαση και σε μια θεατρική περφόρμανς που συντελείται σ' ένα δημόσιο χώρο. Αυτές που πολλές φορές άξαφνα συμβαίνουν με την μορφή του γεγονότος (event). Έχουν ως σκοπό να παρέμβουν στον δημόσιο χώρο μ' ένα διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό λόγο και αντίληψη. Αυτές που δεν έχουν πίσω τους και οι καλλιτέχνες τους κανένα δίκτυο στήριξης από καθιερωμένο μέσο κυρίαρχης δημοσιογραφίας και σκέψης αλλά ούτε από θεσμικό και πολιτισμικό φορέα υποστήριξης και χορηγίας. Υπάρχουν αντί-δίκτυα που δημιουργούν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, αλληλέγγυοι και συνεργαζόμενοι, και όπου λαμβάνοντας κοινές πρωτοβουλίες προσπαθούν να αναδείξουν την δουλειά τους. Είναι καλλιτέχνες που έχουν κάνει σημαντικές σπουδές και ασχοληθεί πολυπλεύρως και ερευνητικά με την τέχνη τους ή έχοντας αναπαραστάσεις και ερεθίσματα από αυτό που είδαν και αντίκρισαν ως τέχνη του δρόμου, που δεν το σπούδασαν, όμως το μιμήθηκαν με τον δικό τους τρόπο.
  Η τέχνη στον δημόσιο χώρο έχει και θεσμική εκπροσώπηση, με την ανάληψη ενός δημόσιο φορέα, συλλόγου η σωματείου, Μ.Κ.Ο, ιδιωτικού ιδρύματος και με την σύμπραξη δύο ή και περισσότερων από αυτούς στο αποτέλεσμα μιας δημιουργίας. Τέτοιες μορφές θεσμικής κατοχύρωσης και σημάδι τους στον δημόσιο χώρο μπορεί να αποτελεί η ανέγερση ενός αγάλματος ή μια πινακίδα αφιερωμένη σ' ένα δημόσιο πρόσωπο ή σε μια παρελθούσα ιστορική στιγμή, μια περφόρμανς ενός σημαντικού και γνωστού καλλιτέχνη ή ομάδα καλλιτεχνών κάτω από την αιγίδα ενός ιδρύματος, την αναζωογόνηση ενός δημόσιου χώρου και την ανάληψη ενός δημόσιου έργου μεγάλης κλίμακας (π.χ. πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου). Εκεί έρχεται, κυρίως, για να εκπροσωπήσει κυρίαρχες πολιτικές, ιδεολογικές, επιχειρηματικές και προσωπικές βλέψεις και συμφέροντα. Πέρα από το να καθιερωθεί από δημόσιους φορείς πάνω σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα μια αίσθηση τιμής και μνήμης γι' αυτά στον πληθυσμό τροφοδοτώντας, κάποιες φορές, και το συλλογικό φαντασιακό. Υπάρχει και η κατάσταση αυτή όπου η δημόσια παρέμβαση και τέχνη μπορεί να εξυπηρετεί την δημόσια προβολή ενός ιδρύματος και όλης της δουλειάς που κάνει, το κοινωνικό έργο δηλ. που επιτελεί, την φορολογική του ασυλία μέσω της χορηγίας, την οικονομική του διείσδυση μέσα στο κράτος (με την ανάληψη δημόσιων έργων), την καθιέρωση νέων σχέσεων διαπλοκής με τον κρατικό μηχανισμό αλλά και τον προσεταιρισμό και την απόκτηση μεγαλύτερων κομματιών της δημόσιας περιουσίας. Κυρίως, αυτό που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό, με την απόκτηση δημόσιων εκπαιδευτικών και πολιτισμικών αγαθών από ιδιωτικά ιδρύματα και με την ιδρυματοποίηση του πολιτισμού, να καθιερώνεται μια νέα κατάσταση όπου, σε επίπεδο ιδεολογικό και δημόσιου χώρου, ο ιδιώτης θα είναι αυτός που θα μπορεί να εξασφαλίσει τα αγαθά, προβάλλοντας καινοτομία, δημοσιονομικό έλεγχο και πέρα από γραφειοκρατισμούς και κωλυσιεργείες, πολύ καλύτερα από το δημόσιο. Επίσης, προσπαθεί να διαμορφωθεί μια αντίληψη που θα έχει ένας διευρυμένος πληθυσμός για την πόλη, όπου θα αλλάξει και θα γίνει χώρος κατανάλωσης-δουλειάς-καινοτομίας. Με τις ευλογίες του αστικού και αρχιτεκτονικού εξευγενισμού οι πόλεις θα γίνουν χώροι όπου οι ευαίσθητοι κοινωνικά πληθυσμοί θα καταστέλλονται και, επίσης, σε παλιά και ρημαγμένα κτίρια, όπου με την βοήθεια των real estate θα ανακαινίζονται, θα μένουν μικροαστοί, όπου τα μικρομάγαζα και οι βιοτεχνίες θα κλείνουν και θα παίρνουν την θέση τους καφέ, γκαλερί κ.άλλα, όπου θα καθιστούν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο σε σύγχρονο Σόχο.
  Για την τέχνη στον δημόσιο χώρο έχουν προκληθεί συζητήσεις, έντονες και δυναμικές, μεταξύ καλλιτεχνών, ειδικών και μη, κοινού (που και αυτό αλλάζει -σχετικά με το τι θεωρείται κοινό- μαζί με τα συνηθισμένα όρια της τέχνης, με την δυναμική προβολή και επανεμφάνιση της τέχνης μέσα στον δημόσιο χώρο). Το σίγουρο είναι η τέχνη στον δημόσιο χώρο διακρίνεται σε ακτιβιστική και θεσμική. Η πρώτη μορφή της είναι πιο αυθόρμητη και δυναμική, ανεξάρτητη και εμπνευσμένη. Επιδιώκει την κατάκτηση του δημόσιου χώρου και την επανοικειοποίηση του σ' αυτούς που τον χρειάζονται. Παρεμβαίνει με πολιτικές προεκτάσεις στον δημόσιο χώρο ως πεδίο που έντονα αποκαλύπτεται με συλλογικό τρόπο η συμπεριφορά του πληθυσμού. Βλέπει τον δημόσιο χώρο διαδραστικά και δεν λειτουργεί για να εξυπηρετεί συμφέροντα που έχουν να κάνουν με το gentrification. Από την άλλη, η θεσμική μορφή προσπαθεί να καπελώσει, να αναδείξει και να διαμορφώσει έναν χώρο και μια κατάσταση αναπαριστώντας κυρίαρχες ιδεολογικές αφηγήσεις και νόρμες.Προσπαθεί να καλλιεργήσει και να τροφοδοτήσει το συλλογικό υποσυνείδητο και, πολλές φορές, φαντασιακό με μια κυρίαρχη πολιτική, ιστορική και ιδεολογική άποψη. Επιθυμεί μέσω της παρέμβασης στον δημόσιο χώρο να βγάλει κέρδος άμεσα ή έμμεσα βάζοντας κάποιους άλλους (π.χ. atenistas). 
 Στο σήμερα, στον χώρο της δημόσιας παρέμβασης και τέχνης θα πρέπει να αναδειχθεί η συναινετική συνθήκη και η εμπεδωμένη νομιμοφροσύνη που καλλιεργούν ως στάση ζωής οι θεσμικοί φορείς και να αντιπαρατεθούν μαζί της η γόνιμη δημιουργία, το πηγαίο, η αυθόρμητη πρακτική και η πολιτική διείσδυση των καλλιτεχνών που παρεμβαίνουν δυναμικά και θορυβωδώς στον δημόσιο και αστικό ιστό. 


Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Η οικογένεια στο νέο ελληνικό σινεμά






 Ένα ζήτημα που απασχόλησε κατά πολύ ειδήμονες και κοινό η θεματολογία γύρω από την ελληνική οικογένεια στο Νέο Ελληνικό σινεμά αλλά και στις άλλες μορφές τέχνης. Αντλούν από αυτήν οι νεότεροι σε ηλικία και γενιές καλλιτέχνες. Η συζήτηση και θεματολογία για το πως αποτυπώνεται η ίδια μέσα στο σινεμά αλλά και στις άλλες τέχνες γίνεται σε μια εποχή μεταίχμιο:από την μία, η ευμάρεια των προηγούμενων χρόνων της κρίσης και, από την άλλη, η σημερινή περίοδος της κρίσης με τις συνέπειες της που έχoυν επέλθει στην ζωή και στο εισόδημα μας. Η ελληνική οικογένεια απασχολούσε πιο πολύ μέσα σε ταινίες τους νεότερους δημιουργούς τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, παρά την φετινή φουρνιά ελληνικών ταινιών.

 Ας ειπωθούν δύο βασικές διαδεδομένες αρχές ότι, πρώτον, κανένας δεν παραγνωρίζει ότι η οικογένεια μπορεί να γίνει, όπως μπορούν να λειτουργήσουν όλοι οι φορείς κοινωνικοποίησης, ως ένας καταπιεστικός θεσμός με ανεπούλωτες πληγές στην ψυχοσύνθεση των νέων της μελών, που τους επηρεάζει και στην κοινωνική τους προσαρμοστικότητα με το έξω κόσμο. Και δεύτερον ότι η νέα γενιά σκηνοθετών μιλά για την οικογένεια, αυτή που (μπορεί) να έζησε ο καθένας από αυτούς ή όχι, από εμπειρίες που έχει από φίλους και γνωστούς και από άλλα ερεθίσματα, όπως αυτή διαρθρώθηκε στην περίοδο προ κρίσης, στην (μακρινή) πλέον περίοδο της ευμάρειας (χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα).
 Μπαίνουμε σεναριακά, μέσω της κυρίαρχης ελλειπτικής αφήγησης της νέας γενιάς Ελλήνων σκηνοθετών και σ' ένα άτοπο χωροχρόνο χωρίς να κατανομομάζεται, σ΄ ένα σκηνοθετικό οικογενειακό περιβάλλον, καταπιεστικό, δεσμευτικό, μικροαστικό με επτασφράγιστα μυστικά από το παρελθόν (π.χ. Χώρα προέλευσης) ή και από την ξεχωριστή ζωή των μελών τους που μένουν μαζί στον ίδιο χώρο (π.χ. miss violence). Υπάρχουν οικογένειες που, κυρίως, δεν αφήνουν χώρο, ζωή και επαφή των μικρότερων τους μελών με τον έξω κόσμο, όπου αυτά κάνουν την υπέρβασή τους να τον γνωρίσουν, ως στοιχείο απελευθερωτικής τακτικής(π.χ. όπως στον Κυνόδοντα). Βλέπουμε νέα άτομα που θέλουν να ζήσουν, να αποτινάξουν τον ζυγό της οικογενειακής θαλπωρής, υπερπροστασίας και του καλόβολου περιβάλλοντος, δηλ. μιας ζωής με κανονιστικούς όρους, με δοκιμασία το σώμα, την ψυχή και τις αντοχές τους. Παρατηρούμε, ακόμη, νέους που αλλάζει άρδην ο,τι προδιαγεγραμμένο υπήρχε στην ζωή τους μέχρι τότε με την αποκάλυψη μιας οικογενειακής αλήθειας που έρχεται στην αφάνεια, δειλά ή/και με άτεχνο τρόπο (π.χ. Χώρα προέλευσης). Ακόμη, υπάρχει και η περίπτωση νέων ηλικιακά ατόμων που δεσμεύονται σε πολλά με την υπόθεση της οικογένειας και κατανοούν ότι ζουν μια άχαρη, στερεοτυπική και χωρίς νόημα ζωή και ξεσπούν χωρίς να ελέγξουν τις μετέπειτα προσωπικές τους αντιδράσεις (π.χ.at blast).
 Οι πτυχές της "αγίας" οικογένειας και της οικογενειακής ζωής, και όπως αυτήν την προσλαμβάνουν οι νεαροί πρωταγωνιστές, στις ταινίες του νέου Ελληνικού σινεμά δεν αναφέρθηκαν όλες, όμως κάποιες ειπώθηκαν εκτενώς. Το σκηνικό της ιστορίας εκτυλίσσεται σ' ένα μινιμαλιστικό περιβάλλον, με γωνίες λήψης που δείχνουν με τα μεγάλα αλλά και με τα κοντά τους πλάνα μια αποστασιοποίηση της σκηνική δράσης και υπόθεσης, που στις ταινίες του Κούτρα αυτό δεν ισχύει, και με ελλειπτική αφήγηση και από πάνω στην υπόθεση και στην εκτύλιξη της ιστορίας, που δείχνει και την επίδραση αλλά και την πρώιμη δουλειά που έκαναν πολλοί σκηνοθέτες αυτής της γενιάς στον χώρο της διαφήμισης. Με τους νέους ήρωες, που κάποιες φορές, δεν ενέχουν στοιχεία από αυτήν την αντικειμενική πραγματικότητα που ζουν οι πραγματικοί συνομήλικοι τους, χωρίς αυτό να σηματοδοτεί πάντοτε ότι οι ήρωες τους είναι κενοί. Και με πατεράδες που είναι οι αρχηγοί της οικογένειας, καταπιεστικοί, σκιώδεις με γκροτέσκ χαρακτηριστικά -όχι όμως πάντοτε- και μητέρες που συναινούν στις αποφάσεις των συζύγων τους, που η εικόνα αυτή περιγράφεται μένοντας ενάντιοι οι δημιουργοί τους στους κυρίαρχους πατριαρχικούς ρόλους και συμπεριφορές γονιών εντός της παραδοσιακής οικογένειας. Μαζί με άλλους λόγους, που δεν είναι εκ της παρούσης να αναφερθούν, χαρακτηρίζεται το σύγχρονο εγχώριο σινεμά από ξένα μέσα ως greek weird cinema, σε άποψη χαρακτηριστικών και τεχνικής.
 Το μόνο σίγουρο ότι χωρίς διδακτισμό και ηθικοπλαστικές αφηγήσεις στηλιτεύουν με μετριοπάθεια, μέσω υπερβολικών ιστοριών και ηρώων με ακραίες συμπεριφορές, την Ελληνική οικογένεια, όμως μην αναφέροντας τα θετικά χαρακτηριστικά της και αναπαράγοντας και αυτοί, από την δική τους μεριά, στερεότυπα που υπάρχουν γι' αυτήν, και, κατ' επέκταση, την Ελληνική κοινωνία. Όλοι αναγνωρίζουμε τον άσχημο ρόλο που παίζει η ελληνική οικογένεια, πολλές φορές, στην ανάπτυξη και ενηλικίωση των παιδιών της και, σ' ένα κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ως πυρήνας του κλίματος ευνοιοκρατίας στην δημόσια διοίκηση και όχι μόνο. Όμως, δεν βλέπεται και παραγνωρίζεται από την νέα γενιά δημιουργών οι κοινωνικό-πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι αυτής της κατάστασης και της εξελικτικής πορείας της Ελληνικής οικογένειας μέσα στα χρόνια. Δεν μπορούν να αντιληφθούν κάτι ότι η εγχώρια αστική τάξη και κοινωνία ως ένας από τους λόγους που επέζησαν μέχρι και σήμερα ήταν οι ισχυροί μηχανισμοί ευνοιοκρατίας και οικογενειοκρατίας, διότι η αριστερά δεν έπαιξε και αυτόν τον ρόλο σε επίπεδο κουλτούρας, να σφυρηλατήσει αυτήν την αντίληψη και δεδομένο σ' αυτούς τους νέους ανθρώπους- καλλιτέχνες. Οι ίδιο δεν το κάνουν οικειοθελώς και ούτε παίζουν ρόλο μπαλαντέρ καταγράφοντας τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας για να δοθούν με ιδεολογικό περίβλημα στις κυβερνήσεις και να βρουν πάτημα να δυσχεραίνουν την ζωή μας με λιτότητα και καταστολή. Οι ίδιοι, όμως, πάνω σ' ένα απολιτικό λόγο και σε μια συναινετική συνθήκη και κατάσταση μιλούν γι' αυτά χωρίς να προσπαθούν να διαμορφωθεί ένα κλίμα να σπάσει η υπάρχουσα διαμορφούμενη κατάσταση, αυτή που κρίνουν αρνητικά, και, κεντρικά, το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο. 
 Προσκολλημένοι στην Ελλάδα της ευμάρειας και της έντονης και διευρυμένης μικροαστικής διαστρωμάτωσης της τότε εποχής μιλούν, κυρίως, για την μικροαστική οικογένεια, σε επίπεδο ταξικής σύνθεσης, και δεν κάνουν αναφορά σε περιπτώσεις οικογενειών, που στο καιρό της κρίσης, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα και να πληρώσουν τα βασικά, για τους νέους της γενιάς τους μορφωμένοι και μη, που πηγαίνουν και πάλι στο πατρικό τους, επειδή δεν βγαίνουν μ' ένα μισθό-χαρτζιλίκι και, επίσης, για ηλικιωμένους γονείς που συμπληρώνουν το εισόδημα των οικογενειών των παιδιών τους με την κουτσουρεμένη σύνταξή τους. Λόγω αυτών των καταστάσεων πρέπει να αποτελέσει έμπνευση για τους νέους δημιουργούς και να αναδείξουν εκ νέου υλικές, κοινωνικές και ψυχικές αιτίες που κάνουν τους ήρωες τους να αναμετρούνται με αδιέξοδα και όρια εντός του πεδίου της οικογένειας και για το χάσμα των γενεών. Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, όμως, και η λαϊκής καταγωγής και η ταξικά περιθωριοποιημένες οικογένειες των ταινιών του Κούτρα (που αναδεικνύει αριστοτεχνικά ως σημαντικό στην θεματολογία το queer και το ΛΟΑΤ ζήτημα, που είναι άγνωστο κάπως για το εγχώριο σινεμά) και του Οικονομίδη. 
 Πάνω σε μια καλοπροαίρετη  κριτική, σε μια φουρνιά σκηνοθετών που έχoυν πολύ όμορφα στοιχεία στην τεχνική τους αλλά και πολλές ακόμη δυνατότητες, το άρθρο προσπαθεί να αρθρώσει λόγο για την δυνατότητα ενός κινηματογραφικού τοπίου, σε επίπεδο θεματολογίας, έμπνευσης και δημιουργίας, όπου ο ρόλος και οι αναφορές που παίζει η οικογένεια στην ελληνική κοινωνία θα είναι πιο διευρυμένοι στις ταινίες τους και την δυνατότητα ενός σινεμά, ως στόχευση, πιο πολιτικοποιημένου, που δεν θα αναλώνεται όμως σε ξεπερασμένες και παρωχημένες μορφές στρατευμένης τέχνης και αποκρουστικού, άνευρου και στεγνού πολιτικού σινεμά του τότε, που είδαμε να υπάρχει και από μια σειρά παλαιότερων δημιουργών και στην Ελλάδα, στα πρώτα και όχι μόνο χρόνια της μεταπολίτευσης. Μην ξεχνώντας, όμως, και τις κινηματογραφικές δημιουργίες με πολιτικό χροιά και περιεχόμενο που άλλαξαν άρδην την εικόνα που είχε το ελληνικό σινεμά για τον εαυτό του και, γενικότερα, την κινηματογραφική ιστορία, γραφή και τεχνική.


 Υ/Σ: Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί ότι ο Λάνθιμος έφυγε από τις Κάννες με τον χρυσό Φοίνικα για την ταινία "The lobster". Η διάκριση αυτή μαζί με άλλες δείχνει ότι υπάρχει ένα σινεμά με αξιώσεις και η κριτική δεν θα πρέπει εντός της χώρας να είναι αμείλικτη για τα ίδια ζητήματα που αναφέρω και εγώ, όπως έχει γίνει απείρως στο παρελθόν. Επίσης, ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον στο εξωτερικό από φεστιβάλ, παραγωγούς και εταιρίες διανομής για την εγχώρια κινηματογραφία και πως αποτυπώνουν οι νέοι auteur την κρίση και τις συνέπειες της στον πληθυσμό και πως φτάσαμε ως χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Νέα αρχή - Άλλα καθήκοντα





 Το μπλοκ δημιουργήθηκε πριν από λίγες ημέρες, με αφορμή ένα εργαστήριο που μαθαίναμε να κάνουμε σ'αυτό ένα μπλογκ. Κατά λάθος πάτησα την δυνατότητα να βρίσκεται στην δημόσια διαδικτυακή σφαίρα και μετά από μέρες αποφάσισα, χωρίς να το έχω διαγράψει μέχρι τότε, να το χρησιμοποιήσω. 

 Θα αρχίσω από τον μικρόκοσμο των μπλόγκ αρχίζοντας από τα συμπεράσματα που έχουν βγει από την στιγμή της εμφάνισης τους. Αρχίζω από ένα όλο για να καταλήξω σε μια μισοφωτισμένη ανάγκη να ξεκινήσω το δικό μου ιστολόγιο, δηλαδή στα μερικά να καταλήξω.
Η συζήτηση που γινόταν, πριν από μερικά χρόνια, που είχαν εμφανιστεί τα μπλόγκ, δημιουργούνταν με ταχύτητα φωτός και ο καθένας μπορούσε να γράψει το μακρύ και το κοντό και, ταυτόχρονα να δημοσιεύσει  το οτιδήποτε συνεχίζεται. Και όχι μόνο αυτό, τα ερωτήματα και η συζήτηση αυτή  απασχολεί ακόμη πάνω σ' αυτά τα γεγονότα ότι: τα γραπτά από μεμονωμένες προσπάθειες μπλόγκερ να έχουν διείσδυση, να δημοσιεύονται γεγονότα σ' αυτά που δεν προλάβαιναν και δεν ενδιαφέρονταν να τα αναφέρουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ και, επίσης, να προσφέρουν μια διαφορετική εναλλακτική ενημέρωση, κάποιες φορές, κατ' επίφαση, "εναλλακτική", σε νεότερες γενιές αναγνωστών και σε άτομα που είχαν βαρεθεί τον τρόπο που έβγαινε η είδηση από τα θεσμικούς και παραδοσιακούς φορείς ενημέρωσης. Ταυτόχρονα, είδαμε να αρχίζει μια νέα μορφή δημοσιογραφίας και μια νέα κοινότητα συγγραφέων- αναγνωστών και να πολώνεται η διαφωνία και να μην βγαίνει και τίποτα, από εκπροσώπους των κυρίαρχων ΜΜΕ, μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και ναυαρχίδες του τύπου που ήθελαν να υποβαθμίσουν την αξία των μπλόγκ. Παρατηρούσαν οι ίδιοι ότι έχαναν την κοινωνική τους διείσδυση, με άμεσο αποτέλεσμα να πέφτουν τα φύλλα των εφημερίδων.
 Όμως το σύστημα θέλει να αφομοιώνει καταστάσεις και τάσεις εκ διαμέτρου διαφορετικές από το ίδιο, όταν γίνονται πάνω στην παρόρμηση της στιγμής και δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο συνέχισης της υπάρχουσας διαφοροποίησης. Το είδαμε με μεγάλους δημοσιογράφους που δημιουργούσαν τα δικά τους μπλογκ, κυρίαρχα ΜΜΕ να κλείνουν συμφωνίες με ανυπόταχτους συντάκτες και να απολύουν κάποιους από αυτούς, όταν άρχισαν να βαράνε κανόνι, και να αναλύονται έντονα στο φαινόμενο με δημοσιεύσεις και άρθρα γνώμης  θέλοντας τελικά να φανεί ότι έχουν μια υποτυπώδη συμβιβαστική γραμμή στην συνέχεια  μην χάσουν την εξουσία της είδησης, της γνώμης και της ενημέρωσης.
 Όλα αυτά αγαπητέ φίλε αναγνώστη φαίνονται και όχι άδικα κουραστικά, χιλιοδιαβασμένα, κλισέ και τετριμμένα. Αυτά θα πει εύλογα κάποιος ότι έχουν ειπωθεί χιλιάκις φορές και δεν χρειάζεται άλλο. Επίσης, όταν θα διαβάσει αυτό που γράφω μπορεί να με κατηγορήσει κάποιος ότι είμαι ένας ακόμα από το συρμό που λέει, κατηγορεί, γράφει ακατάπαυστα και τίποτα δεν λέει και το χειρότερο δεν προτείνει κάτι. Αυτό που ακούγεται για πολλούς μπλόγκερ και όχι άδικα. Προτείνει, μιλάει, δημοσιεύει μια είδηση και έχει χαθεί η πραγματική μαγεία, ο ενθουσιασμός και η διαφωνία που δημιουργούσε η είδηση και η κριτική από τον καλό και στακάτο λόγο που πολλές φορές γραφόταν από κάποιον επαγγελματία δημοσιογράφο. Όμως δόθηκε η δυνατότητα διαφορετικά υποκείμενα να γράψουν πηγαία και αυθόρμητα,να πουν κάτι διαφορετικό και ακόμη να χρησιμοποιούν την νέα τεχνολογία για να εκφράσουν αυτό που σκέφτονται και γράφουν στα πληκτρολόγια τους. Ακόμη, χρησιμοποιούνται και διαδραστικά μέσα για να γίνει αντιληπτό το μήνυμα, οι σκέψεις και το περιεχόμενο των γραπτών τους.
 Όλα αυτά φαίνονται σαν να έχουνε βγει από έκθεση λυκείου. Ως αλητάκος θα προσπαθήσω να γράψω άποψη για τέχνες, σινεμά και πολιτική. Δεν θα γράψω με το ύφος του εριστικού την τρομερή μου άποψη, το χρησιμεύω για προσωπικούς λόγους. Αυτοί δεν είναι της παρούσης, διότι δεν θα γίνει το μπλόγκ πεδίο ψυχικής υποστήριξης. Και δεν επιδιώκω να γίνω δημοσιογράφος και ούτε το είχα ψώνιο. Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι μου ένα τετράδιο με ιστορίες. Το ξέρω ότι κούρασα και το τελευταίο που έχω να πω είναι ...καλές αναγνώσεις και αδυσώπητη κριτική εκεί που χρειάζεται.

 Υ/Σ: το τραγούδι δεν βοηθάει το υπάρχον κείμενο για να κάνει γνωστούς τους σκοπούς του αλλά το άκουγα σήμερα, όχι την ώρα που έγραφα το κείμενο, κάποια άλλη στιγμή για κάποιους άλλους συγκεκριμένους σκοπούς. Καλή ακρόαση.