Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

 Νέα γενιά Ελλήνων έντεχνων τραγουδοποιών και η περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου. 


Ο Φορτίνο Σαμάνο λίγο πριν την εκτέλεση του*.


 Πρώτα από όλα, ας ξεκαθαρίσουμε ότι η μουσική ως μορφή τέχνης, όπως και όλες οι υπόλοιπες, είναι μια μορφή απελευθέρωσης πνεύματος, σκέψης και δημιουργίας. Διότι, απελευθερωτική κατάσταση είτε το να γράφεις μουσική και να παίζεις ένα κομμάτι σ' ένα μουσικό όργανο, κιόλας και με την χρήση συγχορδιών για να σου βγαίνει πιο εύκολα, αν και άσχετος, ή το να παίζεις στο πιάνο ένα απαιτητικό, δύσκολο κομμάτι για ειδικούς μόνο ρέκτες, σύμφωνα με μια ελιτίστικη κυρίαρχη άποψη για την μουσική, μετά από πολλά χρόνια μαθημάτων και προσωπικής εξάσκησης, όπως π.χ. μια ημιτελής σονάτα του Σούμπερτ. Ακόμη, απελευθερωτικό είναι το να είσαι θεατής και να αντιλαμβάνεσαι υψηλές αξίες ή κάποια λίγα γνωρίσματα ενός έργου τέχνης και να το αποτυπώνεις σε κάποιον άλλον με τον δικό σου ιδιαίτερο τρόπο. Μπορεί να υπερβάλλω με το "απελευθερωτικό" που χρησιμοποιώ, συνεχώς, πιο πάνω αλλά ο καθένας αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει την έννοια που γουστάρει και ο ίδιος αν θέλει να σβήσει μονοκοντυλιά την παραπάνω. 
 Αυτό ισχύει για όλες τις μουσικές που έχουν υπάρξει μαζί με τα παρακλάδια και τα υποκλάδια τους, σε μια εποχή, κιόλας, που έντονο είναι το χωνευτήρι διαφορετικών μουσικών ρευμάτων και η σύγκλιση διαφορετικών μουσικών προσήμων/χαρακτηριστικών των διαφόρων ειδών μουσικής. Διότι οι νέες γενιές, κύριο/ες αναγνώστες, είναι πολυτασικές στην μουσική τους, χωρίς, όμως, πάντοτε να αποτελεί κανόνας.
 Όμως, εγχώρια, πολλές φορές, υπάρχουσες διαφορετικές φωνές ακροατών και μουσικόφιλων την "έμπαιναν" έντονα και άσχημα στην έντεχνη μουσική του καιρού τους, κυρίως, τις τελευταίες δεκαετίες, από το 90 και μετά, και όχι άδικα. Στην εποχή εκείνη όπου δισκογραφικά και σε επίπεδο πωλήσεων το έντεχνο ήταν στην καλύτερη φάση του. Σε εποχή που, από το τέλος ενός πιο πολιτικοποιημένου στίχου, όπου αυτή η κατάσταση ξεκινά από τις αρχές του '80 λόγω του έντονου μανιερισμού και της δημιουργικής κούρασης που έφθασαν οι μεταπολεμικοί θούριοι της εποχής, φτάσανε σ' ένα πιο προσωπικό στίχο και βίωμα οι καλλιτέχνες του. Αυτό που κούραζε από ένα τμήμα νεότερων γενιών ακροατών ήταν η τόσο έντονη ανάλυση και διείσδυση, σαν να κόβεις με χειρουργική ακρίβεια σ' όλες τις μεριές του ένα ψάρι, των συναισθημάτων ενός καλλιτέχνη, που δεν άφηνε κάποια πράγματα να εννοηθούν, μ΄ένα υποτυπώδες μελιστάλακτο (και στείρο) λυρισμό. Όμως, πάντοτε πρέπει να επισημαίνεται κοινότοπα, όπου είναι και σωστό, το εξής: ότι όλα τα είδη μουσικής αξίζουν να υπάρχουν και στην εποχή που μπορεί να τραβάνε ζόρια κάτι εντός τους ξεχωρίζει, όταν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν σταματάνε. 
 Από την δεκαετία του 90 μέσα στο έντεχνο ξεχωρίζουν μια γενιά νέων τραγουδοποιών που ξεκινάνε από ένα νέο πεδίο αφετηρίας και ήταν από τότε μια παρέα, που είναι μέχρι και σήμερα. Ήταν νέοι τραγουδοποιοί, σήμερα όλοι τους αναγνωρισμένοι, που δεν είχαν όμορφες και τέλειες φωνές, ήταν, όμως, ορθές και ιδιαίτερες για την δημιουργία τους. Είχαν ένα λυρισμό και ποιητικότητα, που συνδυαζόταν, σε επίπεδο στίχου, με μια αμεσότητα αλλά και, από την άλλη, με μια υπαινικτικότητα. Εκφραζόντουσαν σε πολλά επίπεδα και ολοκληρωμένα μ' ένα πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο, αλλά και με μια συνειρμική γραφή. Είναι στίχοι και τραγούδια παρμένα από οικείες αναφορές στην ζωή από την επαρχία και προλήψεις που γίνονται από καθημερινές ασχολίες αλλά και σε μύθους της παράδοσης. Τα φέρνουν στην σημερινή πραγματικότητα μιλώντας για διαχρονικές αξίες π.χ. για τον έρωτα και την φιλία.
 Είχε η γενιά αυτή έντονα τις ρίζες της, και αυτό φαινόταν έκδηλα, από το παρελθόν στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, όπως διαρθρώθηκε η πορεία τους μέσα στον χρόνο, και από τις πιο λυρικές στιγμές του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, που έβγαινε από το μεράκι διαφόρων μαστόρων του*. Ταυτόχρονα, η γενιά αυτή οφείλει πολλά μουσικά και στιχουργικά, σε επίπεδο μορφής και έμπνευσης, στην μακροχρόνια συνεργασία, που μεταπήδησε από τα μουσικά όρια της εποχής διότι ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό για τα δεδομένα του τότε, όχι όμως κάτι εξωφρενικά τρελό, μεταξύ Παπάζογλου, Ρασούλη και Ξυδάκη. Επίσης, ήταν επηρεασμένοι από το τραγουδοποιούς του 60 και της φολκ ροκ μουσικής του τότε, από το έθνικ και τους μουσικούς πολιτισμούς άλλων χωρών και ηπείρων, από την εξύφανση νέων μουσικών ειδών και, τέλος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από την jazz.
 Τέκνο της εποχής εκείνης, που πάνω στην τέχνη του ενέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία και, ταυτόχρονα, πάνω σ' αυτήν διεισδύουν και δικά της, θεωρείται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ένας καλλιτέχνης που κατάφερε να συνδέσει τον έντεχνο-λαϊκό ήχο και στίχο -την αμεσότητα του- με το παραδοσιακό τραγούδι, τον ηλεκτρικό ήχο, τα νέα μουσικά είδη και τις μουσικές αναζητήσεις νέων μουσικών και καλλιτεχνών. Επιτακτικά πρόβαλε μια νέα μορφή πολιτικοποιημένου τραγουδιού, με δόσεις αυτοκριτικής και κριτικής, που δεν προέταξε ως όχημα και παντιέρα του την ασύμμετρη φανφαρολογία και τα πομπώδη νοήματα, με μια πιο σοβαρή παρουσία και με αξιοπρεπή στάση μίλησε μέσω των τραγουδιών του με συμβολικό τόνο και ελευθεριακή υφή για κοινωνικοπολιτικά σύγχρονα ζητήματα φτάνοντας σε λιγοστά του τραγούδια να αναφέρει, κάποιες στιγμές, ιδιόμορφες φιγούρες του παγκόσμιου εργατικού και ριζοσπαστικού κινήματος. Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται μια εξέλιξη στην μουσική και στίχο (και στην αυτοαναφορικότητα του), που ο ίδιος άρχισε με μια αμιγή λαϊκή προσέγγιση, μέσα στην λογιότητα και στον λυρισμό του έντεχνου, καταλήγοντας σ' ένα πειραματισμό με μουσικά όργανα και είδη διαπλέκοντάς τα με την ποιητική φλέβα του ίδιου, που γινότανε πιο αφηρημένη και συνειρμική με την πάροδο του χρόνου αλλά και πιο συμβολική, ή με μελοποίηση αγαπημένων του ποιητών (Λόρκα και άραβες ποιητές). Η μελοποιημένη του ποίηση, που δεν δηλωνόταν έντονα ότι δεν είναι δικοί του στίχοι ή/και δεν φαινότανε ότι ήταν έξω από τον ελληνικό -όπως έχει ειπωθεί- ψυχισμό, απευθύνεται σ' αυτόν, είναι υψηλού νοήματος και ποιότητας. Πρέπει να ψάξεις βαθιά για το νόημα των στίχων, όπου η θεματολογία του δεν κάνει πολλές φορές ξεκάθαρη τον σκοπό της, που δεν μιλάει με ξάστερο τρόπο, π.χ. για τον έρωτα, την φιλία, τον αποχαιρετισμό κ.άλλα. Με στίχους και τραγούδια που έχουν λέξεις από την λόγια παράδοση και από μια καθαρευουσιάνικη γραφή που δεν γίνονται για λόγους εντυπωσιασμού αλλά, περιλαμβάνοντας την όλη μορφή του, από μια ποιητικότητα. Τέλος, ο αυτοσχεδιασμός είναι έντονος στο έργο του.
 Λόγω αυτής της εξέλιξης της μουσικής του, των λίγων πολιτικών του παρεμβάσεων και της επιλεγμένης δημόσιας παρουσίας του σε συναυλίες συμπαράστασης και σε κομματικά φεστιβάλ, ανεξαρτήτως αν οι επιλογές του κινούνται καλά, έχει υπάρξει δριμεία κριτική απέναντι του για αλλοπρόσαλλες κινήσεις και στάση. Εκφράζει μια διαφορετική αντίληψη κι κουλτούρα από την συνηθισμένη του λαοπρόβλητου και δημοφιλή έντεχνου τροβαδούρου (της καρδιάς μας). Δεν είναι ένα "εξωτικό φρούτο" και αυτό φαίνεται απ' ότι ο ίδιος έχει τα ίδια ερεθίσματα με την γενιά αυτήν των τραγουδοποιών, που έγινε αναφορά πιο πάνω, αλλά και τις ίδιες συνήθειες ως προς την επαφή και την κοινωνικοποίηση τους που κρατούν με το κοινό τους (π.χ. Σωκράτης Μάλαμας, Χαίνηδες). Η πηγαιότητα της μουσικής του, τα συναισθήματα που φθίνουν στα τραγούδια του, που δεν προσφέρονται, όμως, στο πιάτο, η αφοσίωση στην λαϊκή παράδοση, επαναφέροντας την μες τις νέες μουσικές εξελίξεις του καιρού του, και η αξιοπρεπής παρουσία του τον έχουν κάνει να έρθει σε επαφή μ' ένα κοινό ετερόκλητο, πέρα από <λεγόμενο> εναλλακτικό. Από την μια, ένα κοινό νέων ανθρώπων που εκφράζεται με το έντεχνο των τραγουδοποιών και με όλες τις μορφές που αυτό έχει πάρει τα τελευταία χρόνια και, από την άλλη, ένα κοινό, πιο δύσκολο, απαιτητικό και ολίγον -κομμάτι του- σνομπ, που δεν εκτιμούσε και ιδιαίτερα τον έντεχνο ήχο, διότι ισχυριζόταν ότι εγκλωβιζόταν άσχημα όταν άκουγε αυτήν την μουσική, αλλά αρέσκεται στο ότι ακούει Θανάση, όπως τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα.



1.*Οφείλουμε πολλά την γνωστοποίηση της ιστορίας του από τον Θ. Παπακωνσταντίνου με το ομώνυμο τραγούδι του. Με βάση αυτήν την φωτογραφία ο τραγουδιστής το εμπνεύστηκε. Η φωτογραφία βρίσκεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η Σκιά της Σκιάς» (εκδ. Άγρας, 1996) του Κουβανού συγγραφέα της νέας αστυνομικής λογοτεχνίας Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ.
 2.*Αυτών που προσπαθούσαν να κρατήσουν μέσω της προφορικότητάς του τραγουδιού τις μνήμες και τα βιώματα από το παρελθόν ξαναζεσταμένα στο σήμερα, κάνοντας μια φήμη, που δεν την εξαργύρωσαν γίνοντας φολκλόρ και γραφικοί στυλοβάτες μιας εποχής. Μέχρι τέλος αγέρωχοι και γνωστοί στην τοπική κοινωνία που ζούσαν έδιναν στίγμα το παραδοσιακό τραγούδι και τα μουσικά όργανα που παίζανε να βρουν εμπνευστές και συνεχιστές διάφορα νέα παιδιά.